Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξοδίασμα — και ξόδιασμα, το [εξοδιάζω] δαπάνη … Dictionary of Greek
ξόδιασμα — το βλ. εξόδιασμα … Dictionary of Greek